δραματουργῶν

δραματουργῶν
δραματουργέω
act a part
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
δρᾱματουργῶν , δραματουργός
contriver
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Βασίλης — (Πάρος 1894 – Αθήνα 1953).Ηθοποιός του θεάτρου. Το 1910 ήταν ηθοποιός του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη και αμέσως μετά του θιάσου της Κυβέλης όπου έμεινε μέχρι το 1914, οπότε στρατεύτηκε. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκε στο Γκέρλιτς, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βέγκα Καρπίο, Φέλιξ Λόπε ντε- — (Félix Lope de Vega Carpiο, Μαδρίτη 1562 – 1635). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής (αναφέρεται συχνά απλώς ως Λόπε ντε Βέγκα). Ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη και περιπετειώδη, γεμάτη ατέλειωτες… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Καραντινός, Σωκράτης — (Αθήνα 1906 – 1979). Σκηνοθέτης του θεάτρου. Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα και στη Βιέννη και ίδρυσε τη Νέα Δραματική Σχολή στην Αθήνα (1937). Σκηνοθέτησε πολλά δραματικά έργα στο Θέατρο Αθηνών, στην Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου και στο Εθνικό Θέατρο …   Dictionary of Greek

  • Κλοντέλ, Πολ — (Paul Claudel, Βιλνέβ σιρ Φερ 1868 – Παρίσι 1955). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την προσωπικότητά του ανάμεσα στους συμβολιστές ποιητές, συναναστράφηκε τον Μαλαρμέ και επηρεάστηκε βαθιά από την ποίηση του Ρεμπό. Η… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”